περπατητά

περπατητά
Ν
επίρρ.
1. με κανονικό περπάτημα, με συνηθισμένο βηματισμό («είναι μια ώρα, περίπου, περπατητά»
2. (για μετακίνηση) με τα πόδια, όχι με μεταφορικό μέσο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περπατώ + επιρρμ. κατάλ. -ά].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • περπατητά — επίρρ. τροπ., με τα πόδια, με βάδισμα, όχι τρέξιμο: Το χωριό απέχει μια ώρα περπατητά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άρπα — Μουσικό όργανο με χορδές που κρούονται. Η ά. σε σχήμα σχεδόν τριγωνικό απαρτίζεται από διάφορα στοιχεία. Το επίμηκες ηχείο της ενώνεται λοξά προς τα κάτω με τον κατακόρυφο κιονίσκο και προς τα επάνω με τον χορδοστάτη απ’ όπου ξεκινούν, τεντωμένες …   Dictionary of Greek

  • βάδην — επίρρ., αντίθ. τροχάδην αργά, περπατητά: Κάθε πρωί κάνω ένα χιλιόμετρο βάδην …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”